πολεμικοῖς

πολεμικοῖς
πολεμικός
of
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευεξία — η (ΑΜ εὐεξία) [ευεκτός] η καλή κατάσταση τού σώματος, η καλή κατάσταση τής υγείας («εὐεξία τῶν σωμάτων καὶ καχεξία», Πλάτ.) νεοελλ. η καλή οικονομική κατάσταση, η υλική ευημερία αρχ. η επιδεξιότητα, η ικανότητα («εὐεξία ἐν τοῑς πολεμικοῑς», Πολ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”